A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.
συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.
briser, amollir, énerver.Étymologie: σύν, θρύπτω.