πλινθοποιέω
English (LSJ)
A make bricks, Eust.ad D.P.511.
German (Pape)
[Seite 636] = πλινθουργέω; Ar. Av. 1139; Eust. in Dion. Per. 512.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθοποιέω: κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1139, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 511.
A make bricks, Eust.ad D.P.511.
[Seite 636] = πλινθουργέω; Ar. Av. 1139; Eust. in Dion. Per. 512.
πλινθοποιέω: κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1139, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 511.