πληρωτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch. II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68. 2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.
Greek (Liddell-Scott)
πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
créancier d’une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.