πολλόν, Ion. masc. and neut. for πολύς, πολύ.
[Seite 658] ή, όν, s. πολύς.
πολλός: πολλόν, Ἰων. ἀρσ. καὶ οὐδ. ἀντὶ πολύς, πολύ.
ή, όν :ion. et poét. c. πολύς.