πολλαπλήσιος

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.

German (Pape)

[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολλαπλάσιος.