ές, (σπάθη)
A close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).
[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
ής, ές :d’une trame très serrée.Étymologie: πολύς, σπάθη.