ορος, ὁ,
A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.
[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.
ορος (ὁ) :dévastateur.Étymologie: πορθέω.