ατος, τό, = sq., Plu. Sull. 16 (pl.).
[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.
πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.
ατος (τό) :dévastation, ruine, pillage.Étymologie: πορθέω.