πολύδεσμος

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον,

   A fastened with many bonds, strong-bound, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, v.l. ib.338.

German (Pape)

[Seite 661] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδεσμος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux clous (propr. aux liens) nombreux.
Étymologie: πολύς, δέσμος.