[ῑ], ἡ,
A pursuit of the foremost, opp. παλίωξις, Hes.Sc. 154.
προΐωξις: [ῑ], ἡ, προδίωξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλίωξις, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154, ἔνθα ἴδε Σχόλ.
εως (ἡ) :action de poursuivre, poursuite.Étymologie: πρό, ἰώκω.