Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).
προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.
inf. ao.2 épq. de προΐημι.