προσαγρυπνέω
English (LSJ)
A lie awake by, sit up over, οἷς γέγραφε Plu.2.1093c; φιλολογίᾳ Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; τοῖς νόμοις ἀλλ' οὐ ταῖς κλοπαῖς Lyd.Mag.3.10.
German (Pape)
[Seite 747] dabei, darüber schlaflos sein od. wachen, τινί, Clem. Al. strom. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσαγρυπνέω: ἀγρυπνῶ, μένω ἄγρυπνος ἀναγινώσκων τι, προσαγρυπνήσας οἷς γέγραφε περὶ Πανθείας Ξενοφῶν Πλούτ. 2. 1093D, Κλήμ. Ἀλ. 803, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer la nuit à, consacrer ses veilles à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀγρυπνέω.