προσλείπω

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr.HP4.11.6.    2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).    II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.

French (Bailly abrégé)

manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.