ου, ὁ,
A wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.
[Seite 824] ὁ, Weizenverkäufer, Sp.
πῡροπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18.
ου (ὁ) :marchand de blé.Étymologie: πυρός, πωλέω.