A consecrate together with, in Pass., J. AJ16.2.4, Plu.2.636e.
[Seite 963] mit, zugleich weihen, Ios.
συγκαθοσιόω: καθοσιῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 636Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 2, 4.
-ῶ :consacrer avec ou ensemble.Étymologie: σύν, καθοσιόω.