συνεξανύω
English (LSJ)
D.Chr.12.43, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—
A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d. II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.
French (Bailly abrégé)
c. συνεξανύτω.