σόβητρον

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

τό,

   A fly-flap, οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων v.l. for σόβησις in Ph.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] τό, Mittel zum Verscheuchen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

σόβητρον: τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chasse-mouches.
Étymologie: σοβέω.