σύνδουλος

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A fellow-slave, masc., Id.Ion 1109, Ar.Pax745 (anap.), Theopomp.Com.32.8, Lys.Fr.331 S., Herod.5.56, Ev.Matt. 18.29, etc.; fem., Hdt.2.134, E.Med.65, etc.; also fem. συνδούλη, Hdt.1.110, Babr.3.6.    2 metaph. in NT, Ep.Col.1.7, Apoc.6.11, al. (The statement of Moeris p.273 P., ὁμόδουλος Ἀττικῶς, σύνδουλος Ἑλληνικῶς, is incorrect: Poll.3.82 distinguishes ς. 'slave of the same master' fr. ὁμόδουλος 'companion in slavery'.)

German (Pape)

[Seite 1009] mitdienend, Mitsklave; Eur. Ion 1109; Ar. Pax 729; Her. öfter, auch ἡ σύνδουλος, Mitsklavinn, 2, 134.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδουλος: ὁ, ἡ, ὁ συνδουλεύων, ὁ ὁμοίως δοῦλος, ὁ μετ’ ἄλλου τινὸς δουλεύων τῷ αὐτῷ δεσπότῃ, ὁμόδουλος, Εὐρ. Ἴων 1109, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 745, Λυσίας, κλπ.˙ ὡς θηλ., Ἡρόδ. 1. 110., 2. 134, Εὐρ. Μήδ. 65, κτλ.˙ ἀλλὰ ἰδιαίτερον θηλ. συνδούλη ἀπαντᾷ παρὰ Βαβρ. 3. 6, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 110. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 176.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
compagnon d’esclavage.
Étymologie: σύν, δοῦλος.