καταχέω

Revision as of 22:29, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Il.6.496 (tm.), al.: aor. 1 κατέχεα, Ep. and Lyr. κατέχευα (v. infr.):—Med., Ep.aor. 1

   A κατεχεύατο Call.Hec.1.1.11; inf. -χέασθαι Hdt.1.50:—Pass., pf. κατακέχυμαι Orac. ap. Hdt.7.140 (tm.): aor. -εχύθην E.Hipp.854 (lyr.): Ep.aor.Pass. (freq.in tm.) κατέχυτο, κατέχυντο, Il.20.282, Od.12.411, h.Ven.228:—pour down upon, pour over, c. dat., κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν Il.14.435; so ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Od.7.42; ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10; τῷ γε χάριν κατέχευεν' Ἀθήνη Od.2.12, etc.; σφιν . . πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Il.2.670; μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ 23.408, cf. Od.14.38; οἷ . . κατ' αἶσχος ἔχευε 11.433; ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν 22.463; νεφέλαν κρατὶ κατέχευας Pi.P.1.8; ἀντιπάλοις φόνον Epigr. ap. Plu. Marc.30:—Pass., κὰδ δ' ἄχος οἱ χύτο ὀφθαλμοῖσι Il.20.282; κατὰ . . ὀρόφοισιν αἷμα . . κέχυται Orac. ap. Hdt. l. c.; δάκρυσι βλέφαρα-χυθέντα E.l.c.; οἱ -χυθέντες J.BJ3.7.29:—also Act. c. gen., rarely in Hom., ὅς σφωϊν . . ἔλαιον χαιτάων κατέχευε Il.23.282, cf. 765: freq. later, καταχέουσι αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Hdt.4.62; κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ar.Ach.1040; ἔτνος τοὐλατῆρος ib.246; τοῦ δήμου καταχεῖν . . πλουθυγίειαν Id.Eq.1091; ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων Id.Nu.74, cf. Pl.790; βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Pl.Lg.8ood; also κὰδ δὲ χευάτω μύρον . . κὰτ τὼ στήθεος Alc.36, cf. Pl.R.398a:—Med., κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι [ἄκρατον] letting it be poured over... Id.Lg.637e:— Pass., κατὰ τοῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκύ Ar.V.7.    2simply, pour, shower down, χιόνα, νιφάδας ἐπὶ χθονί, Od.19.206, Il.12.158; ψιάδας κ. ἔραζε 16.459; so κατὰ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν 8.50; κατὰ δ' ὕπνον ἔχευεν Od.11.245:—Med., νότος . . χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.l.c.:—Pass., ἴδρως κακχέεται Sapph.2.13.    b throw, cast down, θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il.6.134; κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619; ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411; πέπλον μὲν . . κατέχευεν ἐπ' οὔδει let the robe fall upon the floor, Il.5.734; τεῖχος . . εἰς ἅλα πᾶν κ. 7.461:—Med., Pl.Ti.41d; χαίταν let fall, Call.Cer.    5 c. metaph., κοινολογίας . . ἡδονὴν -χεούσης Phld.D.3.14.    3 Pass., to be poured over the ground, be there in heaps, ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι [τῶν ὀφίων] κατακεχύαται Hdt.2.75; of persons, to be spread, dispersed, Eun.Hist.p.239 D.    II cause to flow, run, [χρυσὸν] ἐς πίθους τήξας κ. Hdt.3.96:—Med., χρυσὸν καταχέασθαι to have it melted down, Id.1.50.