A v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.
[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.
σῠρίττω: ἴδε συρίζω.
seul. prés. et impf. ἐσύριττον;att. c. συρίζω.