Adv. pf. part. of θαρρέω,
A boldly, Plb.2.10.7, 9.9.8, Phld.Piet.18, D.S.4.17, etc.
τεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. τοῦ θαρρέω, μετὰ θάρρους, Πολύβ. 2. 10, 7., 9. 9, 8, κλπ.
adv.avec confiance, résolument.Étymologie: τεθαρρηκώς, part. pf. de θαρρέω.