[ῑ],
A drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).
συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.
absorber ou vider ensemble.Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.