συμμαίνομαι
English (LSJ)
pf. 2 συμμέμηνα: aor. συνεμάνην [ᾰ]:—
A to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.Salt.83, v.l. in LXX 4 Ma. 10.13; ὁ μαινομένοις μὴ συμμαινόμενος οὗτος μαίνεται prov. ap. Suid. s.v. μετὰ γάρ, cf. Gal.Nat.Fac.1.15: abs., Men.421.
German (Pape)
[Seite 980] mit rasen, Luc. salt. 83.
Greek (Liddell-Scott)
συμμαίνομαι: μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., μαίνομαι ὁμοῦ, συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.