συνδιαμένω
English (LSJ)
A stand one's ground with others, X.Cyr.4.5.53, Arist.EE1235b9; to be fixed also, Gal.18(2).767.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. μένω), mit od. zugleich verbleiben u. aushalten, Xen. Cyr. 4, 5, 53.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω ὁμοῦ, συγκαρτερῶ, τηρῶ τὴν θέσιν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 53, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 1, 13.