συντόμως
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en peu de mots;
2 en peu de temps;
Cp. συντομώτερον ou συντομωτέρως, Sp. συντομώτατα, συντομωτάτως.
Étymologie: σύντομος.
adv.
1 en peu de mots;
2 en peu de temps;
Cp. συντομώτερον ou συντομωτέρως, Sp. συντομώτατα, συντομωτάτως.
Étymologie: σύντομος.