Adv.
A in confinement, AP9.343 (Arch.).
συνοχηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ συνοχῆς, σφιγκτῶς, Ἀνθολ. Π. 9. 343.
adv.en tenant étroitement serré.Étymologie: σύνοχος, -δον.