σύνθηρος

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A hunting with, τῷ Κύρῳ X.Cyr.3.1.7; σ. κύνες hunting with (Artemis), AP9.303 (Adaeus): as Subst., σ. Ἀρτέμιδος her fellowhuntress, Apollod.3.8.2: c. gen. object., joining in quest of, τῶν ἀγαθῶν φίλων X.Mem.2.6.35.

German (Pape)

[Seite 1025] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθηρος: -ον, (θήρα) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, συγκυνηγός, Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ ὁμοῦ θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, σύντροφος ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ ὁμοῦ μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, σύνθηρος τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse avec, τινι ; subst. (ὁ, ἡ) compagnon, compagne de chasse.
Étymologie: σύν, θήρα.