ον,
A = ταλασήϊος, ἔργα X.Oec.7.6.
[Seite 1065] = ταλάσειος; ταλάσια ἔργα Xen. Oec. 7, 6, u. VLL.; vgl. Plut. qu. Rom. 31.
τᾰλάσιος: -ον, ἴδε ταλάσειος.
ος, ον :qui concerne l’art de filer.Étymologie: τλῆναι.