συσσεύω

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.

French (Bailly abrégé)

pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s’élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.