ὑπερυψόω

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A exalt exceedingly, τινα Ep.Phil.2.9:—Pass., LXXPs. 36(37).35, 96(97).9.

German (Pape)

[Seite 1203] darüber, übermäßig erhöhen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερυψόω: εἰς ὑπερβολὴν ὑψώνω, ἐξαίρω, τινα Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. β΄, 9, Συνεσ. Ἐπιστ. σ. 205Α, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 725D, κλπ.· ― Παθ., εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου Ἑβδ. (Ψαλμ. Λϛʹ, 35, √ϛʹ 9).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever outre mesure, exalter.
Étymologie: ὑπέρ, ὑψόω.