ον, (ἔχω)
A placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.
τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.
ος, ον :qui fréquente les tombeaux.Étymologie: τύμβος, ἔχω.