χλοῦς

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A v. χλόος.

German (Pape)

[Seite 1360] ὁ, zsgzgn statt χλόος.

Greek (Liddell-Scott)

χλοῦς: ὁ, συνῃρ. τοῦ χλόος, ὃ ἴδε, «χλοῦς, ἡ χλωρότης» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 596 «χλοῦς˙ ὠχρότης» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. χλόος.