Χαλδαϊκός
Greek (Liddell-Scott)
Χαλδαϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Χαλδαίους, Ἀθήν. 529F, Ἰώσηπος, κλπ.· ― Χαλδαϊστί, Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Χαλδαίων, διάφ. γραφ. ἐν Δανιὴλ Β΄, 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Chaldée ou des Chaldéens.
Étymologie: Χαλδαῖος.