A v. πιστάκιον. 2 v. sq.
[Seite 1290] τά, äol. statt ψιττάκια.
φιττάκια: Αἰολ. ἀντὶ ψιττάκια, Εὐστ. 1210. 42· πρβλ. πιστάκη.
ων (τά) :éol. c. ψιττάκια.Étymologie: DELG πιστάκιον.