φιττακίδες

Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

αἱ, a kind of

   A woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. φιττάκια).

Greek (Liddell-Scott)

φιττακίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων σανδαλίων. Πολυδ. Ζ΄, 94.

French (Bailly abrégé)

ων (αἱ) :
chaussures de femme.
Étymologie: LSJ : φιττάκια -- DELG -.