ψελιοφόρος
English (LSJ)
ον,
A wearing bracelets, Hdt.8.113.
German (Pape)
[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.
ον,
A wearing bracelets, Hdt.8.113.
[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.
ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.