χρυσένδετος
English (LSJ)
ον,
A gold-inlaid, σπάθη Philem.70; cf. Mart.2.43, 6.94. II set in gold, σφραγίς IG11(2) 161B49, 203 B67 (Delos, iii B. C.); σμάραγδος Plu.Luc.3.
German (Pape)
[Seite 1379] in Gold gefaßt, σπάθη Philem. bei Poll. 10, 145.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσένδετος: -ον, διὰ χρυσοῦ κεκοσμημένος, σπάθη Φιλήμων ἐν «Πτωχῇ ἢ Ροδίᾳ» 4· πρβλ. Μαρτιάλ. 2. 43., 6. 94. ΙΙ. δεδεμένος διὰ χρυσοῦ, ἐντεθειμένος εἰς χρυσόν, Πλουτ. Λούκουλ. 3.