κέλλω
English (LSJ)
poet. (exc. D.H.14.1 as etym. of Κελτική), = Prose ὀκέλλω: fut.
A κέλσω A.Supp.331, E.Hec.1057 (lyr.), κελῶ Hsch.: aor. ἔκελσα (v. infr.):—drive on, Hom. only in Od., always in phrase νῆα κέλσαι run a ship to land, put her to shore, νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι Od.10.511; νῆα . . ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν 9.546; cause to land, ἀνδρῶν ἡρώων στόλον A.R.2.1090: metaph., Ἄργει κ. πόδα E.El.139 (lyr.). II intr., of ships or seamen, put to shore or into harbour, κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία Od.9.149; κέλσαντες Σιμόεντος ἐπ' ἀκτάς A. Ag.696 (lyr.), cf. Eu.10; ἐς Ἄργος Id.Supp.331; πρὸς γῆν S.Tr.804: c.acc. loci, κέλσαι . . Ἄργους γαῖαν A.Supp.15 (anap.); Τροίας ἄστυ E. Rh.934: metaph., A.Pr.186 (lyr.); κ. ποτὶ τέρμα E.Hipp.140 (lyr.); πᾷ κέλσω; where shall I find a haven? Id.Hec.1057 (lyr.). (Cf.κέλομαι.)