κεράννυμι
English (LSJ)
also κεραννύω Alc.Com.15, Hyp.Fr.69; Ep. κεραίω and κεράω (qq.v.); subj.
A κεραννύω Pl.Phlb.61b: impf. ἐκεράννυν Luc.VH 1.7: fut. κεράσω [ᾰ] Them.Or.27p.340D.: aor. ἐκέρᾰσα Hp.VM3, (ἐν-) Pl.Cra.427c, poet. κέρᾰσα E.Ba.127 (lyr.), Ep. κέρασσα Od.5.93, Ion. ἔκρησα Hp.Int.35:—Med., aor. ἐκερᾰσάμην Ti.Locr.95e, Ep.κεράσσατο Od.18.423:—Pass., fut. κραθήσομαι [ᾱ] Pl.Ep.326c, (συγ-) E.Ion406: aor. ἐκράθην [ᾱ] Th.6.5, E.Ion1016, Pl.Phd.86c; Ion. ἐκρήθην Hp.VM19; ἐκεράσθην Pl.Phlb.47c, Ti.85a, X.An.5.4.29, Phylarch.10J.: pf. κέκρᾱμαι Pi.P.10.41, etc.; Ion. κέκρημαι Hp. VM13, Acut.21; κεκέρασμαι Arist.Fr.549, D.H.Comp.24, Anacreont. 16.13, etc.: plpf. ἐκέκρᾱτο Sapph.51.1:—mix, mingle (diff. from μείγνυμι, v. κρᾶσις): 1 mostly of diluting wine with water, κερῶντάς τ' αἴθοπα οἶνον Od.24.364; κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν 5.93; κέρασον ἄκρατον Ar.Ec.1123, cf. Th.6.32: abs., τοῖς θεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν let us mix a cup of wine, Pl.Phlb.61b; ἂν μὴ κεράσῃ τις Antiph.85.2: c. dat. pers., give to drink, ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε κεράσατε αὐτῇ διπλοῦν Apoc.18.6:—Hom. mostly in Med., ὅτε περ . . οἶνον . . ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται mix their wine in the bowl, Il. 4.260, cf. Od.20.253; κρητῆρα κεράσσατο he mixed a bowl, 3.393, 18.423:—Pass., πῶς οὖν κέκραται [σκύφος]; E.Cyc.557; κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη a cup mixed half and half, Ar.Pl.1132; κεκρ. τρία καὶ δύο Id.Eq.1187, cf. AP11.137 (Lucill.). 2 temper, cool by mixing, θυμῆρες κεράσασα having mixed (the water) to an agreeable temperature, Od.10.362. 3 generally, mix, blend, ἡδονὴν φθόνῳ Pl.Phlb.50a; τοῖς ὀνόμασι τὰ ῥήματα Id.Sph.262c; νοῦς μετ' αἰσθήσεων κραθείς Id.Lg.961d, cf. Ti.l.c.; πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot.4.7.15; ἀγωγὴν ἐξἀμφοῖν κ. Phld.Acad.Ind.p.77 M.; [οὐσία] οὐκ ἀπὸ τῶν ἄκρων κραθεῖσα Jul.Or.4.139a; of metals, ἀργυρίῳ πρὸς χαλκὸν κεκραμένῳ χρῆσθαι D.24.214: metaph., temper, regulate, of climates, ὧραι κάλλιστα κεκρημέναι most temperate, Hdt.3.106; ὧραι μετριώτατα κ. Pl.Criti.111e; ἔαρ κ. τῇ ὥρᾳ X.Cyn.5.5; [πλοῦτον] ἀρετᾷ κεκραμένον Pi.P.5.2; οὐ γῆρας κέκραται γενεᾷ no old age is mingled with the race, i.e.it knows no old age, ib.10.41, cf. O.10(11).104; ἐν ταῖς εὖ κεκρ. πολιτείαις Arist.Pol.1307b30; of tempers of mind, ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι Pl.Phdr.279a; τοῖς ἤθεσιν . . τούτοις ἡ φύσις κεράννυται Alex. 278b (iii p.744 K.); of Music, ἁρμονίας ῥυθμοῖς κραθείσας Pl.Lg.835b; τῆς εὖ κεκραμένης ἁρμονίας Arist.Pol.1290a26; μετρίως κραθῆναι πρὸς ἄλληλα Pl.Phd.l.c. II compound, ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον Id.R.501b; οὐκ ἀπίθανον λόγον Id.Phdr.265b; θεόσυτος ἢ βρότειος ἢ κεκραμένη; A.Pr.116; φωνὴ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη Th.6.5. III Gramm., in Pass., coalesce by crasis, τὸ ῥῆμα καὶ ὁ σύνδεσμος συναλοιφῇ κερασθέντα D.H.Comp.22. IV multiply into, ὅταν ὁ τῆς δεκάδος λόγος τῷ τῆς ἑβδομάδος κερασθῇ Theol.Ar. 50.