κόμβα
English (LSJ)
A = κορώνη (Polyrrhen.), Hsch. κομβακεύομαι, = κόμπους λέγω, Id. κόμβαλα· παίγματά τινα, Id. κόμβησαν· ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσαν, Id., Cyr. κομβίζων· φυσῶν, Hsch.
A = κορώνη (Polyrrhen.), Hsch. κομβακεύομαι, = κόμπους λέγω, Id. κόμβαλα· παίγματά τινα, Id. κόμβησαν· ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσαν, Id., Cyr. κομβίζων· φυσῶν, Hsch.