κοσμέω

Revision as of 22:38, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

   A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2.554:—Pass., ἐπεὶ κόσμηθεν ἅμ' ἡγεμόνεσσιν ἕκαστοι 3.1; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population, διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655; once in Od., of hunters, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157:—Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh.662; τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26, cf. Pl.Phdr.247a; ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31.    2 generally, arrange, prepare, δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13; κ. ἀοιδήν η Bacch.59; ἔργα Hes.Op.306; στέφανον E.Hipp.74; τράπεζαν X.Cyr.8.2.6; εἰς τάφον λέβητα S.El.1401:—Pass., δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκως . . Democr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.    II order, rule, τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59, cf. S.Aj.1103; Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr.723 (anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46; τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100; τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97 c:—Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant.677: pf.part., of persons, orderly, ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg.716a; τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504 a.    2 in Crete, hold office of κόσμος 111, οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol.1272a35, cf. Plb.22.15.1; Cret. κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).    III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72; κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180; τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19; τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6: c. dupl. acc., πρίν σε νυμφικὸν ἰστέφανον κοσμήσαμεν JRS17.51 (Phrygia, iv A. D.):—freq. in Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209; κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph.1359; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—Pass., χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65; παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1; ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40; κεκ. ἐσθῆτι ποικίλῃ καὶ χρυσοῖσι στεφάνοις Pl.Ion535 d, cf. S.Ph.1064, Th.6.41, etc.    2 metaph., adorn, embellish, λόγους E.Med.576; λόγους ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασι κεκοσμημένους Pl.Ap.17 c; τραγικὸν λῆρον Ar.Ra.1005; κ. ἔργον ἄριστον ib.1027; τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26; λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27; αὑτὸν λόγοις Pl.La.196 b, cf. 197 c; ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21; τὸν . . τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—Pass., ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52 M.    3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El.1139; κ. τάφον Id.Ant. 396; νέκυν E.Tr.1147; κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3; of persons, adorn, be an honour to, πατρίδα Thgn.947; νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46; Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42.    4 bury, JHS25.172, al. (Isauria).    IV Pass., to be assigned, ascribed to, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91; ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41; esp. of philosophic schools, κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231; οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77.