κύλιξ
English (LSJ)
[ῠ], ῐκος, ἡ, (ὁ, IG12.283.137)
A cup, esp. wine-cup, Phoc.11, Sapph.5, Alc.41, Pi.Fr.124.3, B.Fr.16.3, Hdt.4.70, etc.; κ. κεραμέα Pl.Ly.219e; κ. χελιδονεία, ἡδυλεία, IG11(2).154 B6, 50 (Delos, iii B.C.); κυλίκων τέρψις S.Aj.1200 (lyr.); κ. φιλοτησία Ar.Lys.203, Alex.291; κ. ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Ar.Pl.1132; πλήρεις κ. οἴνου . . ἤντλουν Pherecr.108.30; πίνειν τε πολλὰς κ. Eub.150.8; ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν, = κυλικηγορεῖν, Pl.Smp.214b; ἐπὶ τῆς κ. φλυαρεῖν D.L.2.82; ἡ παρὰ τὴν κ. θρασύτης Plu.Ant.24; περιελαύνειν τὰς κ. push round the cup, X.Smp.2.27; οἱ πρὸς ταῖς κ. cup-bearers, Hdn.3.5.5. II Cypr., = κοτύλη, Glaucon ap.Ath.11.48of.