κυματίας
English (LSJ)
ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ,
A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11. 2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.
ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ,
A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11. 2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.