λιτανός
English (LSJ)
ή, όν, (λιτή)
A praying, suppliant, μέλη A.Supp. 809 (lyr.): as Subst. λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτάν' ἕξομεν engage in prayer, Id.Th.102 (Seidler for ἀμφίλιταν or ἀμφὶ λιτὰν).
ή, όν, (λιτή)
A praying, suppliant, μέλη A.Supp. 809 (lyr.): as Subst. λιτανά, τά, = λιταί, ἀμφὶ λιτάν' ἕξομεν engage in prayer, Id.Th.102 (Seidler for ἀμφίλιταν or ἀμφὶ λιτὰν).