λυγόω
English (LSJ)
A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).
A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).