λυμεών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (λύμη)
A destroyer, corrupter, λ. ἐμός S.Aj.573; γυναικῶν E.Hipp.1068; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80; λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr.260, cf. J.BJ4.3.9; φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6; κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23 (Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916; σκύλακας . . λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a; ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal.93d.