λωτέω
English (LSJ)
A play the flute, Zonar. II bloom, πεδία λωτεῦντα Il.12.283 (v.l. for λωτοῦντα); cf. λωτόεις. III λωτεῦσι δέ, πάχνη, ἀνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες, Hsch.
A play the flute, Zonar. II bloom, πεδία λωτεῦντα Il.12.283 (v.l. for λωτοῦντα); cf. λωτόεις. III λωτεῦσι δέ, πάχνη, ἀνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες, Hsch.