μελάγχροος
English (LSJ)
ον, contr. μελάγ-χρους, ουν, heterocl. nom. pl.
A μελάγχροες Hdt.2.104:—black-skinned, swarthy, of sunburnt persons, Hp.Epid.6.2.19, PPetr.3pp.1,19 (iii B. C.), Plu.Arat.20, etc.; μ. κόσσυφος Numen. ap. Ath.7.315b:—also μελαγχροιής, ές, of a hero's complexion, Od.16.175; μέλαγχρος, ον, as pr. n., Alc.21; μελάγχρως, ωτος, ὁ, ἡ, E.Or.321 (lyr.), Hec.1106 (lyr., v.l. μελανό-), Pl.Phdr.253e, PPetr.3p.19,al. (iii B. C.), etc.:—Com. μελαγχρής, ές, Cratin.425, Eup.430, Antiph.135, Men.974, Anon.Iamb. in Gerhard Phoinix p.7, also PCair.Zen.76.9 (iii B. C.); μ. μᾶζα Polioch.2.2.