μελικός
English (LSJ)
ή, όν, (μέλος B)
A lyric, ποίησις Plu.2.348b: μελικός, ὁ, lyric poet, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα D.H. Comp.11. Adv. -κῶς lyrically, Sch.Ar. Av.209.
ή, όν, (μέλος B)
A lyric, ποίησις Plu.2.348b: μελικός, ὁ, lyric poet, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα D.H. Comp.11. Adv. -κῶς lyrically, Sch.Ar. Av.209.