μελίφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A sweet to the mind, delicious, ὕπνος Il.2.34, B.Fr.3.10; οἶνος Il.6.264, Od.7.182, etc.; μ. θυμός Hes.Sc.428; νόστος Simon.119; σκόλιον Pi.Fr.122.11; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.N.7.11; μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95. II Act., whose care is honey, Ἀρισταῖος A.R.4.1132.